Ως αργός ρυθμός ορίστηκε το περπάτημα με λιγότερο από 3 μίλια (περίπου 4,8 χλμ) την ώρα, ως σταθερός/μέσος ρυθμός τα 3-4 μίλια/ώρα και ως γρήγορος ρυθμός περισσότερα από 4 μίλια/ώρα. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν τα 55 έτη, περισσότεροι από τους μισούς (55%) ήταν γυναίκες.

Συνολικά, 27.877 συμμετέχοντες (λίγο πάνω από το 6,5%) ανέφεραν αργό ρυθμό βάδισης, 221.664 (53%) μέσο ρυθμό βάδισης και 171.384 (41%) ζωηρό ρυθμό βάδισης.

Κατά τη διάρκεια μιας μέσης περιόδου παρακολούθησης 13 ετών, 36.574 (9%) συμμετέχοντες εμφάνισαν ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού: 23.526 κολπική μαρμαρυγή, 19.093 άλλες καρδιακές αρρυθμίες, 5.678 ασυνήθιστα αργό καρδιακό ρυθμό και 2.168 κοιλιακές αρρυθμίες.

Τι έδειξε η έρευνα

Οι συμμετέχοντες που ανέφεραν ταχύτερο ρυθμό βάδισης είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι άνδρες και έτειναν να ζουν σε λιγότερο υποβαθμισμένες περιοχές και να έχουν πιο υγιεινό τρόπο ζωής.

Είχαν επίσης μικρότερη περιφέρεια μέσης, ζύγιζαν λιγότερο, είχαν καλύτερη δύναμη λαβής και χαμηλότερα επίπεδα μεταβολικών παραγόντων κινδύνου καθώς και χαμηλότερα επίπεδα φλεγμονώδους δραστηριότητας και λιγότερες μακροχρόνιες παθήσεις.

Μετά τη συνεκτίμηση των δημογραφικών παραγόντων και των παραγόντων του τρόπου ζωής που ενδέχεται να επηρεάζουν το υπόβαθρο, ο μέσος ή ο γρήγορος ρυθμός βάδισης συσχετίστηκε με σημαντικά χαμηλότερο (35% και 43%, αντίστοιχα) κίνδυνο όλων των ανωμαλιών του καρδιακού ρυθμού σε σύγκριση με τον αργό ρυθμό βάδισης.

Και αυτοί οι ρυθμοί βάδισης συσχετίστηκαν με χαμηλότερους κινδύνους κολπικής μαρμαρυγής (38% και 46%, αντίστοιχα) και άλλων καρδιακών αρρυθμιών (21% και 39%, αντίστοιχα) σε σύγκριση με εκείνους που ανέφεραν ότι βάδιζαν με αργό ρυθμό.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι πρόκειται για μια μελέτη παρατήρησης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα. Επιπλέον αναγνωρίζουν ότι μέρος της μελέτης στηρίχθηκε σε αυτοαναφορές, ενώ οι συμμετέχοντες στη μελέτη δεν αντικατόπτριζαν ένα ευρύ φάσμα ηλικιών.