Πτώση με εξαιρετικά διαφοροποιημένους ρυθμούς του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές που γεννήθηκαν στις αρχές του 1950 και του 1980 στις ευρωπαϊκές χώρες, αναδεικνύει πρόσφατη δημοσίευση του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών. Συντάκτες της οι καθηγητές Δημογραφίας και ιδρυτικά μέλη του Ινστιτούτου, Βύρων Κοτζαμάνης και Αναστασία Κωστάκη.
Σταθερή μείωση παιδιών και αύξηση ηλικίας μητρότητας
Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ε.Ε, όπως τονίζουν οι δύο ερευνητές, παρατηρείται μείωση του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν οι γυναίκες μεταπολεμικά, καθώς και αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους. Παράλληλα, οι έρευνες δείχνουν ότι οι γενιές 1952–1982 επιθυμούσαν κατά μέσο όρο περισσότερα από δύο παιδιά.
Το περιβάλλον τεκνοποίησης έχει αλλάξει δραματικά. Οι Κοτζαμάνης και Κωστάκη επισημαίνουν ότι έξαρση του ατομικισμού, αστικοποίηση, χειραφέτηση των γυναικών, αύξηση των σπουδών και της εργασιακής ανασφάλειας, έμφυλες διακρίσεις, υψηλό κόστος ανατροφής παιδιών και αποτελεσματικές μέθοδοι αντισύλληψης επηρέασαν βαθιά τη γονιμότητα των μεταπολεμικών γενεών.
Από το παραδοσιακό στο εύθραυστο οικογενειακό μοντέλο
Η υποχώρηση του μοντέλου της παραδοσιακής οικογένειας υπέρ της συνύπαρξης δύο εργαζόμενων γονέων, η άνοδος των μονογονεϊκών νοικοκυριών και η ενίσχυση της ατομικής επιλογής ζωής οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές στα πρότυπα τεκνοποίησης.
Από τη γενιά του 1952 στη γενιά του 1982: Η μεγάλη απόκλιση
Ο μέσος όρος παιδιών ανά γυναίκα για τη γενιά του 1952 σε 22 από τις 25 χώρες ξεπερνούσε το 1,8, πλησιάζοντας το όριο αναπαραγωγής των 2,1 παιδιών. Σε πέντε χώρες, μάλιστα, το όριο αυτό ξεπερνιόταν. Αντίθετα, για τη γενιά του 1982, μόλις 9 χώρες διατηρούν γονιμότητα πάνω από 1,8, ενώ σε 4 χώρες —ανάμεσά τους και η Ελλάδα— ο δείκτης πέφτει κάτω από 1,5.
Το αυξανόμενο «fertility gap» στην Ευρώπη
Η διαφορά μεταξύ επιθυμητού και τελικά αποκτώμενου αριθμού παιδιών —το λεγόμενο fertility gap— είναι πλέον μεγάλη σε πολλές χώρες. Ειδικά σε όσες η γονιμότητα έχει πέσει κάτω από 1,5 παιδί ανά γυναίκα, η απόκλιση θεωρείται πολύ σημαντική.
Τέσσερις ομάδες χωρών με βάση τη διαγενεακή γονιμότητα
Οι ερευνητές κατηγοριοποιούν τις 25 χώρες σε τέσσερις ομάδες:
1η Ομάδα: Υψηλή και σταθερή γονιμότητα
Χώρες όπως η Γαλλία, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Δανία, όπου η γονιμότητα παρέμεινε υψηλή και η πτώση ήταν περιορισμένη.
2η Ομάδα: Υψηλή γονιμότητα το 1952 – μέτρια πτώση το 1982
Πέντε χώρες με έντονη αλλά συγκρατημένη πτώση, μεταξύ των οποίων η Βουλγαρία και η Τσεχία.
3η Ομάδα: Ενδιάμεση γονιμότητα με ήπια πτώση
Εδώ ανήκουν χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία, με σταθερά μέτριους δείκτες και μικρές διακυμάνσεις.
4η Ομάδα: Από την υψηλή στη χαμηλότατη γονιμότητα
Ιταλία, Ισπανία, Πολωνία και Ελλάδα καταγράφουν ραγδαία πτώση, με τις γυναίκες της γενιάς του 1982 να αποκτούν λιγότερα από 1,5 παιδιά κατά μέσο όρο.
Οι γενιές Ζ και η αβεβαιότητα του μέλλοντος
Οι προβλέψεις για τις επόμενες γενιές είναι δύσκολες. Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι ακόμη και σε χώρες με υψηλή γονιμότητα το 1982, καταγράφονται ανησυχητικές ενδείξεις: οικολογικό άγχος, διεθνείς κρίσεις, άνοδος των ομόφυλων ζευγαριών, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και αβεβαιότητα για το μέλλον οδηγούν στη μείωση τόσο του επιθυμητού όσο και του πραγματικού αριθμού παιδιών.
Ο ρόλος του κράτους και των πολιτικών στήριξης
Ο Βύρων Κοτζαμάνης τονίζει ότι στις χώρες που έλαβαν έγκαιρα υπόψη τις κοινωνικές αλλαγές και υιοθέτησαν στοχευμένες πολιτικές στήριξης (όπως επιδόματα, πρόσβαση σε στέγαση και εισοδηματικές εγγυήσεις), η γενιά του 1982 διατήρησε υψηλή γονιμότητα. Αντίθετα, όπου απουσίαζαν ανάλογες παρεμβάσεις, η μείωση ήταν απότομη και έντονη.
